Περιμένουν όλοι οι επιβάτες ενός αεροπλάνου στο “Ελ.Βενιζελος” στις θέσεις τους περιμένοντας την απογείωση. Είχε και λίγη ώρα καθυστέρηση η Ολυμπιακή κατά τα γνωστά και υπάρχει ένας γενικός εκνευρισμός.
Σε κάποια στιγμή, μπαίνουν στο αεροπλάνο οι δύο πιλότοι από την πίσω πόρτα του αεροπλάνου και περπατάνε στη μέση του διαδρόμου προς την καμπίνα.
Και οι δύο μοιάζουν να είναι τυφλοί. Ο ένας για να προχωρήσει πιάνεται από κάθισμα σε κάθισμα, ο άλλος έχει ένα άσπρο μπαστούνι και το χτυπάει δεξιά κι αριστερά και φοράνε και οι δύο μαύρα γυαλιά.
Οι επιβάτες δεν δίνουν πολλή σημασία στην αρχή, νομίζοντας ότι θα είναι καμία κακόγουστη φάρσα. Οι πιλότοι όμως μπαίνουν μέσα στην καμπίνα και βάζουν μπροστά τις μηχανές.
Μερικοί αρχίζουν κάτι να ψιθυρίζουν και να κοιτάνε με ανησυχία τις αεροσυνοδούς. Εκείνες μοιάζουν να είναι ήρεμες και χαμογελάνε με επαγγελματική ψυχρότητα.
Το αεροπλάνο ξεκινάει, κάνει μια επιτόπου στροφή και ξεχύνεται με μεγάλη ταχύτητα στο διάδρομο απογείωσης. Αρχίζει να πέφτει ένας πανικός στον κόσμο.
Μερικοί επιβάτες κάνουν το σταυρό τους, οι γυναίκες αρχίζουν να στριγκλίζουν και κάποιοι τρέχουν έντρομοι στα παράθυρα. Το αεροπλάνο επιταχύνει συνέχεια, καταβροχθίζοντας τα μέτρα του διαδρόμου απογείωσης.
Οι υστερικές κραυγές δυναμώνουν, ακούγονται κάτι “Βαγγελίστρα μου, αχ Παναγιά μου, και άλλα τέτοια” και όλοι πλέον έντρομοι βλέπουν να φτάνει το τέλος του διαδρόμου απογείωσης και το σιδερένιο πουλί να μη λέει να σηκωθεί.
Όταν πια δεν μένουν παρά 50-60 μέτρα για το τέλος, ακούγεται μια δυνατή κραυγή τρόμου από όλους τους επιβάτες, και την τελευταία στιγμή, το αεροπλάνο παίρνει απότομα κλίση και επιτέλους απογειώνεται.
Οπότε μέσα στην καμπίνα γυρίζει ο ένας πιλότος και λέει στον άλλον:
“Μαλάκα μου, θα τύχει καμία από αυτές τις μέρες, να μη φωνάξουν οι επιβάτες και θα σκοτωθούμε!!!”