Tον αποκαλούσαν «σκυλοπνίχτη», μα αυτός δεν ήταν ένας μειωτικός χαρακτηρισμός. Περισσότερο φανέρωνε την σύνδεση των κατοίκων του Αιγαίου με το καράβι. Όταν αγαπάς κι εκτιμάς κάτι τόσο πολύ, έχεις το δικαίωμα να πεις και μια κουβέντα παραπάνω.
Ο Πανορμίτης δεν «γεννήθηκε» θρύλος. Έγινε μέσα από τα εκατοντάδες δρομολόγια και τα αμέτρητα ναυτικά μίλια που «έγραψε», πολεμώντας την θάλασσα και τον καιρό του Αιγαίου για δεκαετίες ολόκληρες, καλύπτοντας την περίφημη «άγονη γραμμή» της Δωδεκανήσου.
Ήταν εποχές δύσκολες για όλους και αυτό αποτυπωνόταν και στη ναυσιπλοΐα. Ιδιαίτερα στους κατοίκους των μικρών νησιών που ήξεραν πως σε μεγάλο βαθμό η ποιότητα της ζωής τους ήταν άμεσα εξαρτημένη από το αν θα «έδενε» το καράβι στο λιμάνι ή όχι. Από το πόσο δυνατό ήταν το σκαρί και το πόσο αποφασισμένος ήταν ο καπετάνιος.
Και σημαντικό κομμάτι της θρυλικής υπόστασης του Πανορμίτη οφείλεται στον Καπετάν Σταύρο, κατά κόσμο Σταύρο Χατζηιωάννου, που το διαφέντεψε με κάθε καιρό και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Είτε για να κάνει το δρομολόγιο Πειραιάς-Ρόδος, είτε (σημαντικότερα) για να ενώσει τα υπόλοιπα νησιά με τον κόσμο.
Γεννημένος στην Πάτμο, ο τελευταίος από μια οικογένεια δέκα παιδιών, γιος καραβοκύρη και θαλασσόλυκος από κούνια, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να ασχοληθεί με την θάλασσα.
Κι όταν εκείνη δεν αρκούσε με τα ψάρια της να θρέψει τον ίδιο και τη δική του οικογένεια, τον κάλεσε ξανά κοντά της. Αυτή τη φορά πολύ πιο μακριά. Μετά τη θητεία του στο ναυτικό κι αφού δεν τα έβγαζε πέρα ως ψαράς, τα μπάρκο και τα ποντοπόρα πλοία ήταν μονόδρομος για εκείνον.
Κάποια στιγμή υπέκυψε στις παραινέσεις της γυναίκας του κι άφησε πίσω του τους ωκεανούς και τις μακρινές μανιασμένες θάλασσες. Όχι βέβαια για να πιάσει οριστικά λιμάνι –για έναν άνθρωπο που κυλά στο αίμα του το αλμυρό νερό αυτό δεν αποτελεί επιλογή- αλλά για να επιστρέψει στην πατρίδα του και να δουλέψει για λογαριασμό του τόπου του.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 –κι έχοντας πάρε το χαρτί του πλοιάρχου, βρέθηκε στη γέφυρα του Πανορμίτη κι έγινε ένα με το σκαρί και προσωποποίηση του πλοίου.
Εκεί και όταν οι άλλοι σταματούσαν, ο Καπεταν Σταύρος και ο Πανορμίτης του συνέχιζαν. Πολλές φορές ακόμα και σε πείσμα των οδηγιών των λιμεναρχείων, που έβγαζαν απαγορευτικό. Όμως ο κυρ Σταύρος γνώριζε από πρώτο χέρι τις ανάγκες των κατοίκων της άγονης γραμμής και ήξερε καλά πως εάν δεν έφτανε αυτός μέχρι Σύμη, Τήλο, Νίσυρο, Κω, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, Λειψούς, Αγαθονήσι –ακόμη και το Πυθαγόρειο της Σάμου- δεν θα το έκανε κανείς.
Το ίδιο συνέβαινε και από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, μέχρι το απομακρυσμένο και ξεχασμένο από όλους Καστελόριζο, στο οποίο το καράβι έφτανε μία ή και δύο φορές την εβδομάδα. Άλλωστε για έναν τέτοιο παράτολμο δρομολόγιο στο οποίο μετέφερε έναν κάτοικο αυτού του νησιού μέσα σε θύελλα, ήταν που τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, στις αρχές της δεκαετίας του 1980…
Αυτή φυσικά δεν ήταν η μοναδική φορά που ο Πανορμίτης αψήφησε τα μποφόρ για να βοηθήσει τους νησιώτες, ενώ οι ιστορίες για τις ηρωικές μάχες του με τα κύματα είναι αμέτρητες. Δεν υπάρχει Δωδεκανήσιος που να έχει ταξιδέψει εκείνα τα χρόνια με το πλοίο και να μην έχει να σου διηγηθεί ένα περιστατικό και να θυμηθεί με ανάμεικτα συναισθήματα, με δέος κι ανακούφιση, το πώς τελικά έφτασαν στον προορισμό τους.
Σύμφωνα με αυτούς, ο Καπετάν Σταύρος μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια έχασε όλα κι όλα δύο δρομολόγια. Όλο τον υπόλοιπο καιρό, 365 μέρες τον χρόνο, ήταν εκεί. Αυτός κι ο Πανορμίτης του.