Μια γυναίκα είχε δεσμό με έναν τύπο, εντελώς μαμάκια και κάποια στιγμή αποφάσισε να τον παντρευτεί με την ελπίδα ότι θα ξεκολλήσει από τη μάνα του.
Εκείνη άρχισε να του μαγειρεύει τα πιο νόστιμα φαγητά κι όταν τα δοκίμαζε εκείνος έλεγε:
«Νόστιμο είναι αλλά όχι σαν της μαμάς μου!»
Έπλενε τα ρούχα του και τα τακτοποιούσε κι όταν τα έβαζε ο άντρας της, της έλεγε:
«Ωραία μυρίζουν και είναι και καλά σιδερωμένα αλλά όχι σαν της μάνας μου!»
Η γυναίκα τα φρόντιζε όλα μέσα στο σπίτι και ήταν όλα πάντα στην εντέλεια, όμως εκείνος της έλεγε συνέχεια:
«Είσαι πολύ νοικοκυρά, αλλά όχι σαν τη μάνα μου!»
Νευριάζει η γυναίκα του μια μέρα και μπαίνει σε ένα κατάστημα για να αγοράσει σeξι εσώρουχα.
Παίρνει λοιπόν ένα μαύρο σeξι σετ με δαντέλα ελπίζοντας πως με την παθιασμένη ατμόσμφαιρα που θα δημιουργούσε, θα ξεχνούσε ο άντρας της για λίγο τη μάνα του.
Γυρίζει στο σπίτι ο μαμάκιας, βλέπει κλειστά τα φώτα, την γυναίκα του με μαύρα εσώρουχα και σοκαρισμένος την ρωτάει:
«Γιατί έβαλες μαύρα»; Συνέβη κάτι στη μανούλα μου;»