19χρονη ‘φαρμακεύτρια της Ζακύνθου’, δεν απέκτησε το παρατσούκλι της λόγω κάποιων ειδικών ικανοτήτων της στο κουράρισμα ηλικιωμένων, ούτε ήταν κάποια φαρμακοποιός που έπαιζε τη χημεία και τα βοτάνια στα δάχτυλά της. Το όνομά της το πήρε επειδή δηλητηρίασε δύο άτομα της οικογένειάς της. Και αν αυτό νομίζεις ότι είναι φρικιαστικό, πού να μάθεις και την αιτία για την οποία τους σκότωσε.
Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’50 στο νησί του Ιονίου. Η γιαγιά της κοπέλας θα ξαναπαντρευτεί και θα ζήσει τη νέα της ζωή σε ένα σπίτι πολύ κοντά στην εγγονή της. Ο νέος παππούς όμως θα αποδειχτεί ένα τέρας. Θα αρχίσει να βλέπει με άλλο μάτι την 13χρονη τότε εγγονή του και θα προσπαθήσει να την προσεγγίσει “κάνοντάς της τα χατίρια”, όπως θα έλεγαν αργότερα στο χωριό. Θα της αγοράζει γλυκά, θα την περιμένει να σχολάσει για να την πάει σπίτι… Η στιγμή που θα αρχίσει να την κακοποιεί σεξουαλικά δεν θα αργήσει. Το κορίτσι είναι μόλις 13 ετών.
Κανείς δεν θα υποψιαστεί τίποτα για το τι έχει αρχίσει να συμβαίνει μεταξύ τους. Η δράστης αργότερα θα πει στον ανακριτή πώς αν τους καταλάβαινε ο πατέρας της, θα τους σκότωνε και τους δυο. Έτσι, με την πίεση αυτού του κινδύνου, ο παππούς κατάφερε να την πείσει ότι όποιος έμπαινε εμπόδιο ανάμεσά τους θα έπρεπε να πεθάνει. Έτσι, θα την πείσει να δηλητηριάσει όλη την οικογένειά της, για να γλιτώσουν και να ζήσουν ελεύθεροι. Θα της υποδείξει πόσο δηλητήριο να βάλει στο φαγητό ώστε να μην την πιάσουν ποτέ και θα της υποσχεθεί να την παντρέψει με έναν ανιψιό του, έτσι ώστε να μείνουν όλοι μαζί σε ένα σπίτι και να συνεχίσουν τον “δεσμό” τους. Και πέρα από όλα αυτά, της τάζει κι ότι μια μέρα όλα τα περιουσιακά του στοιχεία θα περνούσαν στο όνομά της.
Τον Μάιο του 1957 η 19χρονη, ο πατέρας, η μητέρα και ο αδερφός της κάθισαν στο τραπέζι. Ετοιμάζονταν να φάνε φιδέ, με τον πατέρα να μη γνωρίζει ότι μέσα στο δικό του πιάτο η κόρη του είχε προσθέσει αρσενικό. Έφαγε και μετά από λίγο έφυγε για να επισκεφτεί έναν γείτονά του. Στον δρόμο τον έπιασε ένας πολύ δυνατός πόνος στην κοιλιά, έκανε εμετό και γύρισε σε άθλια κατάσταση στο σπίτι. Οι γιατροί που τον εξέτασαν μίλησαν για μια μια μικρή τροφική δηλητηρίαση. Μετά από δέκα μέρες κρεβατώματος, θα καταφέρει να το ξεπεράσει.
Η 19χρονη είχε βάλει πολύ μικρή ποσότητα αρσενικούχου νατρίου στο πιάτο, αυτός ήταν ο λόγος της αποτυχίας και έτσι αποφάσισε μαζί με τον παππού της να προσπαθήσουν ξανά λίγες μέρες αργότερα. Και πράγματι τότε θα τα καταφέρουν. Ο πατέρας θα φάει λαγό γεμάτο αρσενικό και σύντομα θα αρχίσει να υποφέρει από έντονους πόνους στην κοιλιά. Η γιαγιά της κοπέλας φοβήθηκε και είπε στον δήθεν ανήξερο παππού να τον πάει στο νοσοκομείο. Δεν πρόλαβε όμως. Κατά τη μεταφορά του, πέθανε. Οι γιατροί απέδωσαν τον θάνατό του σε ουραιμία, και δεν έψαξαν τι μπορεί να είχε συμβεί πραγματικά.
Μετά από έξι μήνες αποφάσισαν να βγάλουν απ’ τη μέση και τον 17χρονο αδερφό της κοπέλας.
Στις 17 Δεκεμβρίου του 1957, το μεσημέρι έκατσαν όλοι μαζί στο τραπέζι, συμπεριλαμβανομένου και του παππού, ο οποίος ήθελε να σιγουρευτεί ότι κατά το μαγείρεμα η ερωμένη του θα έριχνε τη σωστή ποσότητα δηλητηρίου. Η συνέχεια αναμενόμενη. Ο 17χρονος άρχισε να πονάει στην κοιλιά και να κάνει εμετό. Ο αδερφός της μητέρας του, θα τον πάρει και θα τον μεταφέρει γρήγορα γρήγορα στο νοσοκομείο της Πάτρας. Εκεί θα τους πουν ότι ο μικρός είχε δηλητηριαστεί και πως έπρεπε να το μεταφέρουν γρήγορα σε μεγαλύτερο νοσοκομείο στην πρωτεύουσα. Το παιδί μπήκε σε ένα πλοίο που έφευγε για την Αθήνα, όμως δεν θα προλάβει. Θα πεθάνει εν πλω.
Μπορεί να ακούγεται απίστευτο σήμερα, αλλά για κάποιον λόγο κανείς δεν υποπτεύθηκε ότι κάτι παράξενο συνέβαινε σε αυτήν την οικογένεια. Δύο μέλη της είχαν πεθάνει με παρόμοιο τρόπο μέσα σε έξι μήνες και κανείς δεν είχε ενώσει τις τελείες. Μέχρι που έφτασε η ώρα να δοκιμάσει από το ίδιο δηλητήριο και η μητέρα.
Τον Μάρτιο του 1958, μόλις τρεις μήνες μετά από τον θάνατο του γιου της, η μητέρα θα βγει απ’ το σπίτι για να μαζέψει ξύλα. Η 19χρονη βρισκόταν μαζί με τον παππού της στην κουζίνα και μαγείρευαν πατάτες ανακατεμένες με αρσενικό. Όταν η μητέρα γύρισε στο σπίτι έκατσε να φάει και εκεί το σκηνικό επαναλήφθηκε. Φρικτοί πόνοι στην κοιλιά και εμετός.
Η γειτονιά άκουσε τις φωνές και φώναξε και πάλι τον αδερφό της γυναίκας. Το δρομολόγιο ήταν ξανά το ίδιο. Την πήγε στο νοσοκομείο του νησιού και από εκεί στο νοσοκομείο της Πάτρας. Για καλή της τύχη, μετά από 20 μέρες θα γίνει καλά. Όλες αυτές όμως οι δηλητηριάσεις είχαν -επιτέλους- δημιουργήσει υποψίες στον θείο. Θα πάει στη χωροφυλακή, θα μοιραστεί τις σκέψεις του και θα ζητήσει να γίνει ιατροδικαστική εξέταση τα πτώματα.
Δεν άργησαν να πέσουν στα χέρια της αστυνομίας οι δύο ένοχοι, η κοπέλα και ο παππούς-εραστής της. Η 19χρονη παραδέχτηκε όλες τις πράξεις της. Αντίθετα, ο 74χρονος δήλωσε ότι δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση.
Στην απολογία της η 19χρονη θα πει ότι όλα ξεκίνησαν το 1953, όταν ο παππούς της την κλείδωσε σε ένα δωμάτιο και τη βίασε. Επίσης θα υποστηρίξει ότι εκείνος την ανάγκασε να σκοτώσει την οικογένειά της προκειμένου να μη σκοτώσει εκείνος την ίδια.
“Εγώ φοβόμουν τον παππού και έκανα ό,τι έκανα επειδή ήμουν μικρή και φοβόμουν”, είπε στο δικαστήριο.
“Είναι κακούργα”, θα πει ο παππούς. “Ξενυχτούσε με φίλους της, δεν άκουγε κανέναν. Τα λέει για μένα γιατί πάει να κρύψει όλα τα κακά τα οποία έκανε. Εγώ έχω τη συνείδησή μου ήσυχη”. Δεν θα τη γλιτώσει όμως. Και οι δυο θα καταδικαστούν σε δις ισόβια για τις δολοφονίες και 20 χρόνια κάθειρξης για την απόπειρα δολοφονίας της μάνας.