O γνωστός λογοτέχνης, Παύλος Νιρβάνας, περιγράφει τον Περικλή Ραυτόπουλο ως συμπαθητικότατο, εκλεκτής ανατροφής νέο, από τα καλύτερα σπίτια των Πατρών, γλωσσομαθή, κομψότατο στο ντύσιμο, αριστοκράτη στους τρόπους και γλυκομίλητο. Με αυτό το δίχως αμφιβολία εξαιρετικό προφίλ και με ταλέντο στο γράψιμο, ο νεαρός –τότε- ποιητής εκδίδει την συλλογή «Κρυσταλλώματα» και κερδίζει μια θέση στις παρέες των διανοουμένων της εποχής.
Προφανώς ουδείς τότε μπορεί να μαντέψει το μέλλον του συγκεκριμένου ανδρός που πολύ σύντομα άφησε πίσω του τα όνειρα και τις πνευματικές φιλοδοξίες, προκειμένου να ασχοληθεί με κάτι πολύ πιο… πεζό και –κυρίως- πολύ πιο παράνομο!
Και μπορεί για το λογοτεχνικό έργο του να μην υπάρχουν πολλά για να πει κανείς, αλλά για την καριέρα του ως απατεώνας, το πράγμα αλλάζει.
Μάλιστα ξεκίνησε την… διαδρομή του με πολύ υψηλούς στόχους καθώς το πρώτο χτύπημά του, τουλάχιστον με βάση τις αστυνομικές αναφορές στα τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου ήταν το Αρχαιολογικό Μουσείο. Από εκεί κατόρθωσε να κλέψει μια σειρά από νομίσματα, αλλά τελικά την… πάτησε με έναν απίθανο τρόπο. Όπως αποδείχθηκε, ήδη τον είχε προλάβει κάποιος άλλος, με αποτέλεσμα οι υπεύθυνοι του μουσείου να τα έχουν ήδη αντικαταστήσει με αντίγραφά τους.
Έκπληκτος ο Ραυτόπουλος άκουσε τον κλεπταποδόχο να του αποκαλύπτει την σκληρή και οδυνηρή αλήθεια, αλλά τα χειρότερα για αυτόν δεν είχαν έρθει ακόμα. Αποδείχθηκε ότι ο συγκεκριμένος κλεπταποδόχος λειτουργούσε και ως πληροφοριοδότης (μα τι κόσμος, κανένας δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης πια, ούτε καν οι κλεπταποδόχοι) της αστυνομίας! Έτσι, τον κατέδωσε με συνοπτικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί για ένα διάστημα στις φυλακές.
Όταν, με το καλό, αποφυλακίστηκε, δεν άλλαξε ζωή αλλά χώρα δράσης. Αντί να μπει στον ίδιο δρόμο, εκείνος προτίμησε τον να πάρει τον δρόμο για την Γαλλία, αλλά όχι λόγω της γνωστής αγάπης που υπάρχει εκεί για τις τέχνες και τον πολιτισμό. Και εκεί ασχολήθηκε με παλαιά νομίσματα, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να μην πάει χαμένη η… εμπειρία του πίσω στην πατρίδα.
Φαίνεται, όμως, ότι δεν είχε πάρει το μάθημά του. Την πάτησε και πάλι, όχι κατά την διάρκεια της κλοπής, αλλά στο επόμενο βήμα του. Αποφάσισε να τα ξεφορτωθεί και να τα «σκοτώσει» πουλώντας τα ως χρυσό. Δυστυχώς για αυτόν, εκείνη την εποχή δεν υπήρχε η γνωστή αλυσίδα ανταλλακτηρίων που όπως γνωρίζουμε όλοι αγοράζει τα πάντα όχι ως χρυσό αλλά ως κόσμημα…
Ήταν τέτοιο το μέγεθος της επικής γκάφας του που ακόμη και ο διάσημος επιθεωρητής Γκιγιόμ τον αναφέρει στα απομνημονεύματά του, για την ατζαμοσύνη και την ασχετοσύνη που επέδειξε. Εκτός από μια θέση στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο Ραυτόπουλος κέρδισε με το… σπαθί του και μία στις γαλλικές φυλακές όπου παρέμεινε για 5 χρόνια.
Αφού εξέτισε την ποινή του αποφάσισε ότι χρειαζόταν μια αλλαγή στη ζωή του. Όχι βέβαια σε σχέση με τις δραστηριότητές του, που παρέμειναν παράνομες, αλλά σε σχέση με τον τόπο δράσης του. Βρέθηκε, λοιπόν, στην Γενεύη της Ελβετίας περίπου το 1894 και εντελώς… συμπτωματικά την ίδια περίοδο σε μουσείο της πόλης καταγράφεται κλοπή. Λείπουν νομίσματα (το αγαπημένο αντικείμενο εργασίας του Ραυτόπουλου) αλλά και κάποιες προτομές.
Αν έχουμε όμως καταλάβει κάτι από την δράση του πρώην ποιητή είναι το εξής. Ήταν ξεκάθαρα πολύ καλός και ταλαντούχος στο να αφαιρεί αντικείμενα από μουσεία, αλλά υστερούσε σημαντικά στις μετέπειτα κινήσεις του. Οι Αρχές δεν θα αργήσουν να βρεθούν στα ίχνη του και τελικά να τον συλλάβουν. Υποστηρίζει ότι λέγεται Παρθένιος Χρηστίδης και ότι δεν έχει την παραμικρή σχέση με κλοπιμαία, αλλά μετά από επικονωνία με την αστυνομία των Παρισίων και την ελληνική πρεσβεία, θα αποδειχθεί ότι είναι ο «περίφημος» Περικλής Ραυτόπουλος.
Και για να γίνει η κατάσταση ακόμη χειρότερη για αυτόν, στις έρευνες που ακολουθούν βγαίνει στην επιφάνεια και μια επί σειρά ετών ανεξιχνίαστη κλοπή πινάκων από μουσείο στη Μασσαλία! Έτσι μετά τα ελβετικά δικαστήρια, έρχονται και τα γαλλικά να του επιβάλουν ακόμη μία δεκαετή κάθειρξη.
Κάπου εκεί οι πληροφορίες για αυτόν σταματούν. Αλλά, μεταξύ μας, δεν είναι και πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς την συνέχεια. Προφανώς κάποια στιγμή αποφυλακίστηκε, κατάφερε να κλέψει κάποια νομίσματα ή άλλα έργα τέχνης, όμως σίγουρα την πάτησε ξανά κερδίζοντας επάξια το Νόμπελ ατζαμοσύνης και όχι Λογοτεχνίας, όπως ίσως θα μπορούσε να είχε κάνει.
ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ ΕΔΩ menshouse.gr